- κακοτάξιδος
- -η, -ο(κυρίως για πλοίο) αυτός που κάνει κακό ταξίδι, που επηρεάζεται από την τρικυμία, που κλυδωνίζεται πολύ από την τρικυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + ταξίδι (πρβλ. καλο-τάξιδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοτάξιδος — η, ο το πλοίο που κάνει κακό ταξίδι: Το πλοίο αυτό είναι κακοτάξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek